ῥύπ'

ῥύπ'
ῥύπα , ῥύπον
whey
neut nom/voc/acc pl
ῥύπε , ῥύπος
dirt
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σηπτήριον — τὸ, Α το σηπτικόν φάρμακον (βλ. σηπτικός). [ΕΤΥΜΟΛ. < σήπομαι «σαπίζω» + επίθημα τήριον (πρβλ. κοπ τήριον, ῥυπ τήριον)] …   Dictionary of Greek

  • σιναρός — ά, όν, Α 1. βλαβερός, καταστρεπτικός 2. νοσηρός, αυτός που έχει υποστεί βλάβη (α. «σιναρὰ χείρ», Ιπποκρ. β. «σιναροὶ ὀδόντες», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σίνος «φθορά, καταστροφή» + κατάλ. αρός (πρβλ. ρυπ αρός, σθεν αρός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”